-
1 гончар
ο αγγειοπλάστης, ο κεραμοποιός- ня το αγγειοπλα-στείο, το κεραμοποιείο-ство η αγγειοπλαστική, η κεραμικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гончар
-
2 гончарный
гончар||ныйприл κεραμικός, ἀγγειοπλαστικός:\гончарныйное производство ἡ κεραμική, ἡ ἀγγειοπλαστική· \гончарныйные изделия τά είδη ἀγγειοπλαστικής, τά πήλινα ἀγγεία.